- χιονοδρομικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονοδρομικός — ή, ό, Ν [χιονοδρόμος ή χιονοδρομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στον χιονόδρομο («χιονοδρομικό κέντρο») … Dictionary of Greek
Ζήρια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 531 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινέου. II Βουνό (2.376 μ.) της Πελοποννήσου, το ψηλότερο μετά τον Ταΰγετο. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Κορινθίας.… … Dictionary of Greek